ἀδάνειστος

ἀδάνειστος
ἀδάνειστος, ον,
A not pledged as security,

ἄλλου δανείου BGU741

(ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδάνειστος — η, ο (Α ἀδάνειστος, ον) [δανείζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δόθηκε ή δεν είναι δυνατόν να δοθεί ως δάνειο σε κάποιον 2. αυτός που δεν ζήτησε ή δεν πήρε δάνειο από κάποιον 3. αυτός που δεν δίνει δάνεια, που δεν δανείζει αρχ. αυτός που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • αδάνειστος — η, ο 1. αυτός που δε δόθηκε ως δάνειο: Δεν έχει άλλα χρήματα αδάνειστα. 2. αυτός που δε ζήτησε ή δεν πήρε δάνειο: Οι περισσότεροι πήραν δάνειο από την τράπεζα, πολύ λίγοι έμειναν αδάνειστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”